- καταδυνάστευση
- ηκαταπίεση, κατατυράννηση: Δεν ανέχεται κανείς την καταδυνάστευση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταδυνάστευση — η καταδυναστεία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταδυναστεύω. Η λ., στον λόγιο τ. καταδυνάστευσις, μαρτυρείται από το 1831 στον Αλέξανδρο Σούτσο] … Dictionary of Greek
καταδυναστεύσῃ — καταδυναστεύω oppress aor subj mid 2nd sg καταδυναστεύω oppress aor subj act 3rd sg καταδυναστεύω oppress fut ind mid 2nd sg καταδυναστεύω oppress aor subj mid 2nd sg καταδυναστεύω oppress aor subj act 3rd sg καταδυναστεύω oppress fut ind mid 2nd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνάστευμα — το (AM δυνάστευμα) [δυναστεύω] νεοελλ. καταδυνάστευση, δεσποτεία αρχ. 1. η αποδοτικότητα ενός τόπου σε φυσικό πλούτο 2. οι φυσικοί πόροι ενός τόπου … Dictionary of Greek
δυναστεία — η (AM δυναστεία) [δυναστεύω] αρχή, εξουσία, ηγεμονία μσν. νεοελλ. καταθλιπτική εξάσκηση εξουσίας, καταδυνάστευση, εξαναγκασμός νεοελλ. 1. σειρά ηγεμόνων μιας χώρας που ανήκουν στην ίδια οικογένεια («η δυναστεία τών Αψβούργων») 2. πολυμελής… … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
κατάθλιψη — Ψυχική διαταραχή, η οποία χαρακτηρίζεται από έντονο συναίσθημα λύπης, απελπισίας, απαισιοδοξίας, ενοχής και γενική απώλεια ενδιαφέροντος για τη ζωή. Συχνά, το άτομο που πάσχει από κ. ανησυχεί συνεχώς για την υγεία του, ως αποτέλεσμα δυσάρεστων… … Dictionary of Greek
καταπίεση — (Νομ.). Ποινικό αδίκημα, το οποίο θεωρείται ότι μπορεί να διαπράξει μόνο υπάλληλος (delictum proprium) και αναφέρεται στην είσπραξη μη οφειλόμενων φόρων, δασμών, τελών και άλλων φορολογημάτων, δικαστικών εξόδων και οποιωνδήποτε δικαιωμάτων, παρά… … Dictionary of Greek
τυραννία — η, ΝΜΑ, και τυραννία και τυραγνία, η, και τυράγνιο, το, Ν [τύραννος] η εξουσία τού τυράννου, τυραννίδα νεοελλ. (κατ επέκτ.) καταδυνάστευση, καταπίεση, βασανισμός (α. «δεν μπορούσε να υποφέρει άλλο την τυράννια του» β. «αυτή δεν είναι ζωή, είναι… … Dictionary of Greek
τυραννίδα — η / τυραννίς, ίδος, ΝΜΑ 1. η εξουσία, η κυριαρχία τού τυράννου, τυραννία, βασιλική αρχή, δεσποτεία («Διὸς τυραννίδα», Αισχύλ.) 2. πολίτευμα στο οποίο η εξουσία ασκείται κατά τρόπο αυθαίρετο και αυταρχικό από τον τύραννο, απολυταρχία, ολιγαρχία… … Dictionary of Greek
Ωσηέ — Ένας από τους ελάσσονες προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, ο οποίος έδρασε στο βόρειο ισραηλιτικό Βασίλειο από τα μέσα περίπου του 8ου αι. π.Χ., δηλαδή κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Ιεροβοάμ B’ και μάλιστα στην περίοδο της αναρχίας που… … Dictionary of Greek